- γνοιασμένος
- η , ο1) озабоченный; 2) проявивший заботу, внимание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γνοιάζομαι — γνοιάστηκα, γνοιασμένος 1. νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι: Γνοιάζεται μόνο για τον εαυτό του. 2. υποψιάζομαι: Γνοιάζεται πως τον απατά η γυναίκα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)